- μαύρισμα
- bronzage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μαύρισμα — το 1. το να γίνει κανείς μαύρος: Σου πάει πολύ το μαύρισμα! 2. μτφ., καταψήφιση στις εκλογές: Έπεσε μαύρισμα στις προηγούμενες εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαύρισμα — ατος, το [μαυρίζω] 1. το να γίνεται κανείς μαύρος ή να καθιστά κάτι μαύρο 2. μτφ. αρνητική ψήφος υποψηφίου σε εκλογές, καταψήφιση («έφαγε μεγάλο μαύρισμα στις εκλογές») … Dictionary of Greek
αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
αντηλιακός — ή, ό (για κρέμα, λάδι, λοσιόν) αυτός που προφυλάσσει το δέρμα από τις ακτίνες του ήλιου και τα εγκαύματα βοηθώντας στο μαύρισμα … Dictionary of Greek
απομαυρίζω — 1. μαυρίζω κάτι εντελώς, το κάνω κατάμαυρο 2. συμπληρώνω το μαύρισμα που υπήρχε πριν 3. γίνομαι κατάμαυρος … Dictionary of Greek
ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
ηλιοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος θεραπείας που βασίζεται στην παρατεταμένη έκθεση τμήματος ή ολόκληρου του σώματος στις ηλιακές ακτίνες. Διακρίνονται: η η. του βουνού (μέθοδος εκλογής για τις οστεοαρθρικές εντοπίσεις της φυματίωσης, που συνοδεύονται από… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
ηλιόκαμα — και λιόκαμα και ηλιόκαυμα, το 1. η καυστική θερμότητα τού ήλιου 2. το μαύρισμα τού προσώπου ή τού σώματος από την επίδραση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κα(ύ)μα (< καίω)] … Dictionary of Greek
καρβουνιά — η [κάρβουνο] 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα 2. ρύπος από κάρβουνο, μαύρισμα από καπνιά … Dictionary of Greek